μακιγιέρ
Смотреть что такое "μακιγιέρ" в других словарях:
μακιγιέρ — ο, θηλ. μακιγιέζ ειδικός στο μακιγιάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maquilleur] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek